- αυτόκομος
- αὐτόκομος, -ον (Α) [κόμη](για δέντρα) μαζί με την κόμη, το φύλλωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐτοκόμοις — αὐτόκομος with natural hair masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκόμου — αὐτόκομος with natural hair masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι … Dictionary of Greek